κακογαμιου

κακογαμιου
    κακογαμίου
    κᾰκο-γᾰμίου
    δίκη ἥ судебное дело о расторжении неправильного брака Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κακογαμιου" в других словарях:

  • κακογαμίου — for forming an unlawful neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογαμίου, γραφή — Η μήνυση εναντίον όποιου είχε συνάψει ανάρμοστο γάμο στην αρχαία Σπάρτη. Στη γ.κ. αναφέρεται ο Πλούταρχος, ο οποίος μαρτυρεί ότι «ην εν Σπάρτη και αγαμίου δίκη και οψιγαμίου και κακογαμίου». Γενικά στη Σπάρτη ίσχυαν διάφοροι περιορισμοί που… …   Dictionary of Greek

  • Письменное обвинение —    • Γραφή,          письменное обвинение, в обширном смысле обозначает всякое уголовное дело и всякую форму жалобы в уголовных делах, в более узком смысле известную форму жалобы в уголовных делах, а именно ту, при которой подавалось только… …   Реальный словарь классических древностей

  • αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …   Dictionary of Greek

  • κακογάμιος — κακογάμιος, ὁ (Α) (μόνο στη γεν.) φρ. «κακογαμίου δίκη» αγωγή εναντίον κάποιου που συνήψε παράνομο γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γάμος «αυτός που αναφέρεται στον γάμο»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»